dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
γενικός πληρεξούσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Generalbevollmächtigte
Ⓦ
Ⓖ
…